ζαθερης

ζαθερης
    ζαθερής
    ζᾰ-θερής
    2
    жаркий, знойный, палящий
    

(καῦμα Anth.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "ζαθερης" в других словарях:

  • ζαθερής — ζαθερής, ές (Α) πολύ θερμός, καυτός, καυστικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζα * + θερης (< θέρος), πρβλ. ειλη θερής, ηλιο θερής] …   Dictionary of Greek

  • ζαθερεῖ — ζαθερής scorching masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) ζαθερής scorching masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζαθερές — ζαθερής scorching masc/fem voc sg ζαθερής scorching neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζα- — επιτατικό πρόθεμα ονομάτων τής Αρχαίας Ελληνικής («ζάπλουτος» πολύ πλούσιος, πάμπλουτος). [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ζα. ΣΥΝΘ. ζάπλουτος αρχ. ζάβατος, ζάδηλος, ζαής, ζάθεος, ζαθερής, ζάκοτος, ζακρυόεις, ζάλευκος, ζαμένης, ζαπληθής, ζατρεφής, ζαφλεγής,… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»